κατασκευαστή

κατασκευαστή
κατασκευαστός
artificial
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατασκευαστῇ — κατασκευαστής contriner masc dat sg (attic epic ionic) κατασκευαστός artificial fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν …   Dictionary of Greek

  • αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το …   Dictionary of Greek

  • αντιβασιλεία — Η άσκηση της βασιλικής εξουσίας από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που αντικαθιστούν τον βασιλιά στις εξής περιπτώσεις: όταν είναι ανήλικος, όταν εξαιτίας μακρόχρονης αρρώστιας δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ή όταν δεν υπάρχει διάδοχος του… …   Dictionary of Greek

  • γκρας — Οπισθογεμές ντουφέκι που πήρε την ονομασία του από τον κατασκευαστή του, Γάλλο στρατηγό Γκρα. Με το όπλο αυτό, εφοδιάστηκε ο ελληνικός στρατός την περίοδο 1877 1906. * * * ο και γκρα, το οπισθογεμές τουφέκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gras, από το όνομα …   Dictionary of Greek

  • ηλοκοπικός — ἡλοκοπικός, ή, όν (Α) [ηλοκόπος] φρ. «ἡλοκοπική τέχνη» η τέχνη τού κατασκευαστή καρφιών, η τέχνη τού ηλοκόπου …   Dictionary of Greek

  • θεοπρόπος — (5oς αι. π.Χ.). Χαλκουργός από την Αίγινα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κατασκεύασε έναν χάλκινο ταύρο για λογαριασμό των Κερκυραίων, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στο ιερό των Δελφών. To ιστορικό του ταύρου είναι το ακόλουθο: Κάποτε στην Κέρκυρα, ένας… …   Dictionary of Greek

  • μάνλιχερ — και μάλινχερ, το τύπος οπισθογεμούς επαναληπτικού όπλου με ευρύτατη στρατιωτική χρήση στο παρελθόν, που πήρε την ονομασία του από το επών. τού κατασκευαστή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Αυστριακού εφευρέτη F. Mannlicher, που τό κατασκεύασε] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”